- κνωσσω
- κνώσσωдремать, спать Hom., Pind., Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κνώσσω — slumber pres subj act 1st sg κνώσσω slumber pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνώσσω — (Α) 1. κοιμάμαι («περίφρων Πηνελόπεια ἡδὺ μάλα κνώσσουσ ἐν ὀνειρείησι πύλῃσιν», Ομ. Οδ.) 2. παροιμ. «Λάτμιον κνώσσεις» μένεις ακίνητος σαν σβούρα, δηλαδή στριφογυρίζεις συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η κατάλ. θυμίζει το ὑπν ώσσω] … Dictionary of Greek
Κνωσσῷ — Κνωσσός fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνώττω — κνώσσω , κνώσσω slumber pres subj act 1st sg κνώσσω , κνώσσω slumber pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνώσσει — κνώσσω slumber pres ind mp 2nd sg κνώσσω slumber pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνώσσοντα — κνώσσω slumber pres part act neut nom/voc/acc pl κνώσσω slumber pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνώσσοντι — κνώσσω slumber pres part act masc/neut dat sg κνώσσω slumber pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνώσσουσι — κνώσσω slumber pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κνώσσω slumber pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνώσσουσιν — κνώσσω slumber pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κνώσσω slumber pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνώσσειν — κνώσσω slumber pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνώσσεις — κνώσσω slumber pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)